ἐκπορθῶ

ἐκπορθῶ
ἐκπορθέω
pillage
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐκπορθέω
pillage
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐκπορθέω
pillage
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐκπορθέω
pillage
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκπορθώ — εκπορθώ, εκπόρθησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκπορθώ — ( έω) (AM ἐκπορθῶ) κυριεύω, λεηλατώ, καταστρέφω αρχ. 1. παίρνω ως λάφυρα 2. φρ. «ὑπ ἄτης ἐκπεπόρθημαι» έχω αφανιστεί από τη θεϊκή τιμωρία …   Dictionary of Greek

  • εκπορθώ — εκπόρθησα, εκπορθήθηκα, εκπορθημένος, μτβ. 1. κυριεύω οχυρή θέση με πολιορκία ή μάχη. 2. λεηλατώ, καταστρέφω. 3. μτφ., κατακτώ: Τελικά εκπόρθησε την καρδιά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαπάζω — ἀλαπάζω (Α) 1. αδειάζω, εξαντλώ 2. καταβάλλω, κατανικώ 3. εκπορθώ, λεηλατώ 4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τύπων με ή χωρίς το ἀ δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή τής λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό ἀ είναι …   Dictionary of Greek

  • εκπέρθω — ἐκπέρθω (Α) 1. εκπορθώ 2. καταργώ 3. παίρνω ως λάφυρο …   Dictionary of Greek

  • καταπορθώ — καταπορθῶ, έω (Α) εκπορθώ εντελώς, κατακυριεύω, καταστρέφω, ερημώνω, λεηλατώ …   Dictionary of Greek

  • κουρσεύω — (I) (Μ κουρσεύω) [κούρσος] 1. εκτελώ επιδρομή σε ξένη χώρα, κάνω ληστρική επιδρομή, λεηλατώ, λαφυραγωγώ νεοελλ. 1. (σχετικά με δένδρο) κατακόβω 2. καταστρέφω νεοελλ. μσν. κυριεύω, εκπορθώ μσν. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κουρσεμένος, η, ον… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • πορθώ — πορθῶ, έω, ΝΜΑ εκπορθώ, αφανίζω με κατάκτηση, λεηλατώ («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω πολεμική επίθεση, προσβάλλω («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», Διόδ.) 2. συλώ, καταστρέφω («θεοὺς τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • προεκπορθώ — έω, Μ 1. εκπορθώ προηγουμένως 2. αφανίζω προηγουμένως («νήσους προεκπορθῆναι», Ιωάνν. Κλίμ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”