εκπορθώ — εκπορθώ, εκπόρθησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκπορθώ — ( έω) (AM ἐκπορθῶ) κυριεύω, λεηλατώ, καταστρέφω αρχ. 1. παίρνω ως λάφυρα 2. φρ. «ὑπ ἄτης ἐκπεπόρθημαι» έχω αφανιστεί από τη θεϊκή τιμωρία … Dictionary of Greek
εκπορθώ — εκπόρθησα, εκπορθήθηκα, εκπορθημένος, μτβ. 1. κυριεύω οχυρή θέση με πολιορκία ή μάχη. 2. λεηλατώ, καταστρέφω. 3. μτφ., κατακτώ: Τελικά εκπόρθησε την καρδιά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαπάζω — ἀλαπάζω (Α) 1. αδειάζω, εξαντλώ 2. καταβάλλω, κατανικώ 3. εκπορθώ, λεηλατώ 4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τύπων με ή χωρίς το ἀ δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή τής λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό ἀ είναι … Dictionary of Greek
εκπέρθω — ἐκπέρθω (Α) 1. εκπορθώ 2. καταργώ 3. παίρνω ως λάφυρο … Dictionary of Greek
καταπορθώ — καταπορθῶ, έω (Α) εκπορθώ εντελώς, κατακυριεύω, καταστρέφω, ερημώνω, λεηλατώ … Dictionary of Greek
κουρσεύω — (I) (Μ κουρσεύω) [κούρσος] 1. εκτελώ επιδρομή σε ξένη χώρα, κάνω ληστρική επιδρομή, λεηλατώ, λαφυραγωγώ νεοελλ. 1. (σχετικά με δένδρο) κατακόβω 2. καταστρέφω νεοελλ. μσν. κυριεύω, εκπορθώ μσν. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κουρσεμένος, η, ον… … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
πορθώ — πορθῶ, έω, ΝΜΑ εκπορθώ, αφανίζω με κατάκτηση, λεηλατώ («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», Ξεν.) αρχ. 1. κάνω πολεμική επίθεση, προσβάλλω («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», Διόδ.) 2. συλώ, καταστρέφω («θεοὺς τοὺς… … Dictionary of Greek
προεκπορθώ — έω, Μ 1. εκπορθώ προηγουμένως 2. αφανίζω προηγουμένως («νήσους προεκπορθῆναι», Ιωάνν. Κλίμ.) … Dictionary of Greek